- στέμμα
- Καθετί που χρησιμοποιείται για στεφάνωμα, και κυρίως το διάδημα (ταινία που περιδένει τα μαλλιά ή η κορόνα) του κεφαλιού ως σύμβολο της βασιλικής εξουσίας. Γενικότερα είναι και η ίδια η βασιλική εξουσία, ο βασιλιάς και η απεικόνιση του στις σφραγίδες, στα νομίσματα, στα στρατιωτικά πηλήκια και στο εθνόσημο του κράτους που έχει βασιλιά.
Στην αρχαιότητα το σ. είχε κυρίως θρησκευτικό χαρακτήρα και το κατασκεύαζαν με κλαδιά ή λουλούδια. Αργότερα χρησιμοποιήθηκε το διάδημα, ως έμβλημα εξουσίας, χρυσό ή ασημένιο, και στολισμένο με πολύτιμους λίθους. Το σ. στο Βυζάντιο ήταν σχεδόν ημισφαιρικό. Από τα νεώτερα σ. πολυτελέστατα ήταν των τσάρων της Ρωσίας και των αυτοκρατόρων της Αιθιοπίας. Πολυτελέστατο είναι επίσης και εκείνο της Μ. Βρετανίας.
Το στέμμα της βασιλομήτορος της Αγγλίας, που πέθανε τον Απρίλιο του 2002 (φωτ. ΑΠΕ).
* * *το, ΝΜΑ, και στέθμα Αστέφανος, στεφάνη («στέμματα ἐπὶ τῶν κεφαλῶν ἐχούσας», Πλάτ.)νεοελλ.1. διάδημα τής κεφαλής ως σύμβολο βασιλικής εξουσίας, κορόνα2. συνεκδ. α) βασιλική εξουσίαβ) βασιλιάς3. αντίστοιχη εικόνα σε δημόσιες σφραγίδες, νομίσματα, στρατιωτικά πηλήκια κ.ά., που αποτελεί εθνόσημο βασιλευόμενου κράτους4. αστρον. το εξώτατο τμήμα τής ατμόσφαιρας τού Ηλίου, που είναι πλήρως ορατό μόνο κατά το σύντομο διάστημα τών ολικών ηλιακών εκλείψεων ή εν μέρει με στεμματογράφο5. στον πληθ. τα στέμματατα ημίση τών διχοτομηθέντων χαρτονομισμάτων τού ελληνικού κράτους που έφεραν σχετική εικόνα και τα οποία κρατούσαν ως δάνεια υπέρ τού δημοσίου κατά τα δύο αναγκαστικά εσωτερικά δάνεια που είχαν συναφθεί την τρίτη δεκαετία τού 20ού αιώνα6. φρ. «εκκένωση στέμματος»(ηλεκτρολ.) εκκένωση στον αέρα που οφείλεται στον ιοντισμό τού αερίου που περιβάλλει έναν αγωγό, αλλ. στεμματόμορφη εκκένωσηαρχ.1. γενεαλογικό δένδρο2. φυλή3. σύλλογος, σωματείο («ὑπὲρ φιλοκυνηγῶν τοῡ στέμματος», επιγρ.)4. φρ. α) «ὁ ἐπὶ τῶν στεμμάτων» — αυτός που είχε το αξίωμα να στέφει, να χορηγεί στέφαναβ) «στέμματα ξαίνω» — κατασκευάζω στέφανα από κλαδί ελιάς περιτυλιγμένο με μαλλί.[ΕΤΥΜΟΛ. < στέφω* + κατάλ. -μα (με αφομοίωση τού -φ- σε -μ-). Ο τ. στέθμα είναι δυσερμήνευτος, σχηματισμένος πιθ. κατ' επίδραση τού επιθήματος -θμος, -ά (πρβλ. και ὄμμα: ὄθμα)].
Dictionary of Greek. 2013.